στιχογραφος

στιχογραφος
    στιχογράφος
    στῐχο-γράφος
    (ᾰ) ὅ стихотворец Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στιχογραφος" в других словарях:

  • στιχογράφος — verse writer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχογράφος — ο, ΝΑ αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός νεοελλ. (με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • στιχογράφος, ο — η αυτός που γράφει στίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ριμαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που συνθέτει αυτοσχέδια επίκαιρα, επαινετικά ή σκωπτικά δίστιχα 2. (με ειρων. σημ.) στιχοπλόκος, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rimadore] …   Dictionary of Greek

  • στιχογραφία — η, Ν [στιχογράφος] σύνθεση ασήμαντων στίχων …   Dictionary of Greek

  • στιχογραφικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με τη στιχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • στιχουργός — ο, ΝΜΑ αυτός που συνθέτει στίχους, που γράφει ποιητικά έργα νεοελλ. (με ειρωνική σημ.) μέτριος ποιητής, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + ουργός* (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

  • στιχοπλόκος, ο — η στιχογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»